ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
μέμιγμαι: Παθ. παρακ. του μίγνυμι, απαρ. μεμῖχθαι.