μαέστρος
Greek Monolingual
ο
1. διευθυντής ορχήστρας ή μουσουργός, μελοποιός, μουσικοσυνθέτης
2. (συνεδκ.) ικανότατος για κάτι, δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maestro].
ο
1. διευθυντής ορχήστρας ή μουσουργός, μελοποιός, μουσικοσυνθέτης
2. (συνεδκ.) ικανότατος για κάτι, δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maestro].