μαίνουλα

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

η
το ψάρι μαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνη + κατάλ. -ουλα].