μαθήσομαι

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

French (Bailly abrégé)

f. de μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθήσομαι: fut. к μανθάνω.