μαιτρέσα
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
η
γυναίκα που συζεί με κάποιον ως ερωμένη του και συντηρείται από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maitresse, θηλ. του maitre].