Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαιτρέσα

From LSJ

Greek Monolingual

η
γυναίκα που συζεί με κάποιον ως ερωμένη του και συντηρείται από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maitresse, θηλ. του maitre].