μακεδονομάχος

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

ο
αυτός που πολέμησε στον μακεδονικό αγώνα εναντίον τών βουλγαρικών συμμοριών που δρούσαν στη Μακεδονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδονία + -μαχος (< μάχομαι)].