μακρυγένης
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
Greek Monolingual
ο (Μ μακρογένης και μακρυγένης)
αυτός που έχει μακριά γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -γένης (< γένειον), πρβλ. κοκκινογένης, ψαρογένης)].