μακρόχειλος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει μεγάλα, υπερτροφικά χείλη.

German (Pape)

mit langen Lippen, s. μακρόχηλος.