μακρόχηλος

From LSJ

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόχηλος Medium diacritics: μακρόχηλος Low diacritics: μακρόχηλος Capitals: ΜΑΚΡΟΧΗΛΟΣ
Transliteration A: makróchēlos Transliteration B: makrochēlos Transliteration C: makrochilos Beta Code: makro/xhlos

English (LSJ)

μακρόχηλον, with long hoofs, v.l. in Str.17.3.19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sabots allongés, aux longues griffes.
Étymologie: μακρός, χηλή.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς χηλάς, Στράβ. 835.

Greek Monolingual

μακρόχηλος, -ον (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει μακριές, επιμήκεις οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. δίχηλος, μονόχηλος].

Greek Monotonic

μακρόχηλος: -ον (χηλή), αυτός που έχει μακριές χηλές, απολήξεις, νύχια των ποδιών σε ζώα όπως το άλογο, τα μηρυκαστικά κ.λπ., σε Στράβ.

Middle Liddell

μακρό-χηλος, ον χηλή
with long hoofs, Strab.

German (Pape)

langklauig, -hufig, Strab. XVII.835, v.l. μακρόχειλος.