μακρόχηλος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
μακρόχηλον, with long hoofs, v.l. in Str.17.3.19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sabots allongés, aux longues griffes.
Étymologie: μακρός, χηλή.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς χηλάς, Στράβ. 835.
Greek Monolingual
μακρόχηλος, -ον (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει μακριές, επιμήκεις οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. δίχηλος, μονόχηλος].
Greek Monotonic
μακρόχηλος: -ον (χηλή), αυτός που έχει μακριές χηλές, απολήξεις, νύχια των ποδιών σε ζώα όπως το άλογο, τα μηρυκαστικά κ.λπ., σε Στράβ.
Middle Liddell
μακρό-χηλος, ον χηλή
with long hoofs, Strab.
German (Pape)
langklauig, -hufig, Strab. XVII.835, v.l. μακρόχειλος.