μαλακισμός
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek (Liddell-Scott)
μαλακισμός: τρυφηλότης, Ἰω. Χρυσ. τ. Ι, σ. 1048, 25.
Greek Monolingual
μαλακισμός, ὁ (Α) μαλακίζομαι
εξασθένηση, χαυνότητα.
German (Pape)
ὁ, Verweichlichung, Sp.