χαυνότητα
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
η / χαυνότης, -ητος, ΝΜΑ χαῡνος
η ιδιότητα του χαύνου, νωθρότητα, μαλθακότητα
αρχ.
1. το να έχει κάτι πορώδη, σπογγώδη υφή, να έχει αραιή σύσταση, να μην είναι συνεκτικό, να είναι μαλακό (α. «γῆ ὑπὸ χαυνότητος εὔθρυπτος», Πλούτ.
β. «τὰ φυτὰ κίνδυνος σήπεσθαι μὲν δ' ὑγρότητα, αὐαίνεσθαι δὲ διὰ ξηρότητα, θερμαινομένων διὰ χαυνότητα τῆς γῆς τῶν ῥιζῶν», Ξεν.)
2. (σχετικά με επίδεσμο) χαλαρότητα
3. μτφ. α) αποχαύνωση, αποβλάκωση
β) ψυχική κενότητα («δειλία και χαυνότης», Σχόλ. Ιλ.)
γ) αλαζονεία
δ) μικροψυχία («περὶ δὲ τιμὴν καὶ ἀτιμίαν μεσότης μὲν μεγαλοψυχία
ὑπερβολὴ δὲ χαυνότης τις λεγομένη», Αριστοτ.).