μαξιλαροπόλεμος
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
Greek Monolingual
ο
αλληλοχτύπημα με μαξιλάρια, μαξιλάρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
ο
αλληλοχτύπημα με μαξιλάρια, μαξιλάρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].