μαξιλάρωμα

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source

Greek Monolingual

το
1. το χτύπημα κάποιου με μαξιλάρια
2. η εξακόντιση τών μαξιλαριών τών καθισμάτων από τους θεατές κατά της σκηνής του θεάτρου ως τρόπος αποδοκιμασίας του συγγραφέα ή τών ηθοποιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εστία].