μαρκίζα
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
η
προεξοχή, πρόστεγο, σε εξωτερικό τοίχο οικοδομήματος για προφύλαξη από τη βροχή και από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marquise].