μαρμαροκονίαση

Greek Monolingual

η
ασθένεια τών πνευμόνων που προκαλείται από εισπνοή μαρμαρόσκονης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κονίαση (< κονιῶ < κόνις)].