εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
μαρτυρογραμμένος, -η, -ον (Μ)(για κείμενο) αυτός που εξιστορεί το μαρτύριο ενός αγίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + γραμμένος, μτχ. του ρ. γράφω.