μαρτυρογραμμένος

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

μαρτυρογραμμένος, -η, -ον (Μ)
(για κείμενο) αυτός που εξιστορεί το μαρτύριο ενός αγίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + γραμμένος, μτχ. του ρ. γράφω.