μαρτυρογραφή

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source

Greek Monolingual

μαρτυρογραφή, ἡ (Μ)
καταγραφή μαρτυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + γραφή (< γράφω)].