μαρτυροποιοῦμαι

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Greek Monolingual

μαρτυροποιώ, μαρτυροποιέω (Α)
1. παρέχω μαρτυρία
2. μέσ. μαρτυροποιοῦμαι, μαρτυροποιέομαι
α) καλώ κάποιον για μαρτυρία
β) βεβαιώνω ενόρκως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυς + ποιῶ, μέσω ενός αμάρτυρου μαρτυροποιός].