ματαιόσχολος

Greek (Liddell-Scott)

ματαιόσχολος: -ον, ὁ εἰς μάταια ἀσχολούμενος, Φωτ. Βιβλ. σ. 237 (142, 20).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ματαιόσχολος, -ον)
αυτός που ασχολείται με μάταια και ανώφελα πράγματα, ο ματαιόσπουδος.
επίρρ...
ματαιόσχολα (Μ ματαιόσχολα)
με τρόπο ματαιόσχολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -σχολος (< σχολή), πρβλ. αργό-σχολος].