ματοκυλίζω

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

Greek Monolingual

και ματοκυλώ, -άω
1. σκοτώνω κάποιον, σφαγιάζω, αιματοκυλώ
2. γίνομαι αιτία για σφαγή
3. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ματοκυλισμένος, -η, -ο βουτηγμένος στο αίμα («ασούσσουμο κι ανέγνωρο και ματοκυλισμένο», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἱματοκυλίζω < αἷμα, αἵματος + κυλίζω].