Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ματοτσύνορο

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

και ματοτσύνουρο, το
η βλεφαρίδα, το ματόκλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + τσύνορο / τσύνουρο
βλ. και ματόκλαδο].