ματοτσύνορο

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217

Greek Monolingual

και ματοτσύνουρο, το
η βλεφαρίδα, το ματόκλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + τσύνορο / τσύνουρο
βλ. και ματόκλαδο].