ματσούκι

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

το (Μ ματσούκι)
1. ρόπαλο
2. πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματσούκιον < ματσούκα].