ματσούκα

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

και ματσούχα, η (Μ ματσούκα)
χοντρό ρόπαλο που καταλήγει σε σφαιροειδή όγκο, χοντρό ραβδί, μπαστούνι («θα αρπάξω καμιά ματσούκα να δεις»
μσν.
μτφ. πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mazzoca < μσν. λατ. maxuca].