μαυροκόκκινος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει μαύρο και κόκκινο χρώμα, σκουροκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στον Αδ. Κοραή].