μαυρομάνικος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ μαυρομάνικος, -η, -ον)
(για μαχαίρι) αυτός που έχει μαύρη λαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + -μάνικος (< μανίκι), κοντο-μάνικος, μακρυ-μάνικος].