πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
μᾰχειόμενος: Ἐπικ. ἀντὶ μαχόμενος, Ὀδ. Ρ. 471.
see μάχομαι.
μᾰχειόμενος: Επικ. αντί μαχόμενος, μτχ. ενεστ. του μάχομαι.
μᾰχειόμενος: Hom. = μαχόμενος (см. μάχομαι).