μαχειόμενος

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχειόμενος: Ἐπικ. ἀντὶ μαχόμενος, Ὀδ. Ρ. 471.

English (Autenrieth)

see μάχομαι.

Greek Monotonic

μᾰχειόμενος: Επικ. αντί μαχόμενος, μτχ. ενεστ. του μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχειόμενος: Hom. = μαχόμενος (см. μάχομαι).