μαϊμουδίζω

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144

Greek Monolingual

1. μιμούμαι τη μαϊμού, πιθηκίζω
2. κάνω ακριβώς ό,τι κάνει κάποιος, μιμούμαι κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του πληθ. μαϊμούδες].