μεγαλογάστωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, big-bellied, Sch.A.Th.1035.

German (Pape)

[Seite 105] ορος, großbäuchig, Schol. Aesch. Spt. 1043.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλογάστωρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλην γαστέρα, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 1013.

Greek Monolingual

μεγαλογάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. γλωσσογάστωρ, κοιλογάστωρ].