μεγαλοκτηματίας

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

ο
ο κάτοχος μεγάλης κτηματικής περιουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Π. Χιώτη].