-η, -ο1. αυτός που έχει μεγάλη φαντασία2. αυτός που απορρέει από μεγάλη φαντασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φανταστος (< φαντάζομαι), πρβλ. ευ-φάνταστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].