μεθελκύω

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

German (Pape)

[Seite 111] (s. ἑλκύω), = Folgdm, Sp.

Greek Monolingual

μεθελκύω (Α)
βλ. μεθέλκω.