μεθερμήνευση
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Greek Monolingual
η (Α μεθερμήνευσις, -εως) μεθερμηνεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεθερμηνεύω, εξήγηση, μετάφραση.