εξήγηση

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξήγησις) εξηγώ
1. ερμηνεία, διασάφηση («ἐξήγηση τοῦ φαινομένου»)
2. μετάφραση
νεοελλ.
φρ. «δίνω εξηγήσεις» — δικαιολογώ μια πράξη μου
αρχ.-μσν.
1. διήγηση («τὴν ὑπὲρ τῶν προγεγονότων ἐξήγησιν», Πολ.)
2. ερμηνευτικά σχόλια κειμένου.