τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
η (AM ἐξήγησις) εξηγώ1. ερμηνεία, διασάφηση («ἐξήγηση τοῦ φαινομένου»)2. μετάφρασηνεοελλ.φρ. «δίνω εξηγήσεις» — δικαιολογώ μια πράξη μουαρχ.-μσν.1. διήγηση («τὴν ὑπὲρ τῶν προγεγονότων ἐξήγησιν», Πολ.)2. ερμηνευτικά σχόλια κειμένου.