μεθῆκα

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

French (Bailly abrégé)

v. μεθίημι.

Greek Monotonic

μεθῆκα: αόρ. αʹ του μεθίημι.

Russian (Dvoretsky)

μεθῆκα: aor. к μεθίημι.