πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
το (ΑM μελάνιον, Μ και μελάνιν και μελάνι)
η μελάνη
νεοελλ.
φρ. «αμολάει μελάνι» ή «χύνει μελάνι» — ξεφεύγει, θολώνει τα νερά, εξαφανίζει τα ίχνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάν-ιον < μέλαν, ουδ. του επιθ. μέλας + υποκορ. κατάλ. -ιον].