μελανένδυτος
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
Greek Monolingual
μελανένδυτος και μελένδυτος, -ον (Μ)
αυτός που φορά μαύρα ρούχα, μαυροφορεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἐνδυτός.