μελανένδυτος

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

μελανένδυτος και μελένδυτος, -ον (Μ)
αυτός που φορά μαύρα ρούχα, μαυροφορεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἐνδυτός.