μελανώ

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

(I)
μελανῶ, -έω (Α) μέλας
μελάνω.
(II)
(ΑM μελανῶ, -όω)
βλ. μελανώσω.