Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(I)μελανῶ, -έω (Α) μέλαςμελάνω. (II)(ΑM μελανῶ, -όω)βλ. μελανώσω.