ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
μελιτῶ, -όω (Α)1. μτφ. γλυκαίνω2. (το μέσ.) μελιτοῦμαι, -όομαι(για φαγητά) αναμιγνύομαι με μέλι, μελώνομαι, γλυκαίνω2. γεμίζω με μέλι («ἀγγεῖον μεμελιτωμένον» — αγγείο γεμάτο με μέλι, Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος].