μελλονυμφίος
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Greek (Liddell-Scott)
μελλονυμφίος: ὁ, = μελλόγαμβρος, Ἡσύχ. ἐν λ. μελλόγαμβρος.
Greek Monolingual
μελλονυμφίος, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει γαμπρός σύντομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + νυμφίος.