μελλόπλουτος
From LSJ
Greek Monolingual
μελλόπλουτος, -ον (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει πλούσιος («μελλόπλουτον μειράκιον», Ευνάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πλοῦτος (πρβλ. πάμπλουτος)].
μελλόπλουτος, -ον (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει πλούσιος («μελλόπλουτον μειράκιον», Ευνάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πλοῦτος (πρβλ. πάμπλουτος)].