ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
μελοτυπῶ, μελοτυπέω (Α)αρχίζω ένα τραγούδι ή έναν σκοπό («τὰ δὲ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ μελοτυπεῖς ὁμοῦ τ' ὀρθίοις ἐν νόμοις;» Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μελοτύπος].