μερσίνη
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
και μερσινιά, η
1. κοινή ονομασία του θαμνώδους και αρωματικού φυτού μύρτος η κοινή, αλλ. μυρτιά, μερτιά, μυρσίνη, σμυρτιά, σμερτιά
2. κοινή ονομασία του ακανθόφυλλου κοσμητικού φυτού οξυμυρσίνη η ακανθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυρσίνη, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-].