μεσεγγυούχος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
Greek Monolingual
ο
αυτός στον οποίο κατατίθεται το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσέγγυον + -οῦχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].