μεσόβοιον

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

German (Pape)

[Seite 138] τό, = μεσάβοιον od. μέσαβον, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόβοιον: μέσαβον, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

μεσόβοιον, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. μέσαβον.