Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέσαβον

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσᾰβον Medium diacritics: μέσαβον Low diacritics: μέσαβον Capitals: ΜΕΣΑΒΟΝ
Transliteration A: mésabon Transliteration B: mesabon Transliteration C: mesavon Beta Code: me/sabon

English (LSJ)

τό, (μέσος, βοῦς) leather strap, by which the middle of the yoke was fastened to the pole, Hes.Op.469: Ep. pl. μέσσαβα Call.Fr.513 (expld. by Sch.Hes. as αἱ τοῦ ζυγοῦ γλυφαί): also masc. μέσαβοι Tz. ad Hes. l.c.:—v.l. μεσάβοιον, Poll.1.252.

German (Pape)

[Seite 136] τό (nach den Alten von μέσος u. βοῦς), Jochriemen, der lederne Riemen, mit dem das gemeinschaftliche Joch zweier Zugthiere in der Mitte an der Deichsel befestigt ward, Hes. O. 471 (vgl. ζυγόδεσμον). Nach den VLL. auch μέσαβος u. μεσάβοιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
courroie qui assujettit les deux bœufs au joug.
Étymologie: μέσος, βοῦς.

Russian (Dvoretsky)

μέσᾰβον: τό яремный ремень Hes.

Greek (Liddell-Scott)

μέσᾰβον: τό, (μέσος, βοῦς) ἱμὰς δερμάτινος, ἤτοι λωρίον δι’ οὗ ὁ ῥυμὸς συνεδεῖτο τῷ ζυγῷ, Λατ. subjugium, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467· πρβλ. ζυγόδεσμον· - Ἐπικ. πληθ., μέσσαβα Καλλ. Ἀποσπ. 479· μέσαβοι, Ττέτζ. εἰς Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Ὑπάρχει τύπος μεσόβοιον ἐν Πολυδ. Α΄, 152.

Greek Monolingual

μέσαβον και μέσσαβον και μεσάβοιον και ποιητ. τ. μεσόβοιον, τὸ, και ως αρσ. στην ονομ. πληθ. μέσαβοι, oἱ (Α)
δερμάτινο λουρί στο αλέτρι με το οποίο δενόταν ο ζυγός στον ρυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετο «εκ συναρπαγής» (δηλ. σχηματισμένο από ολόκληρη φράση), από την έκφραση (ἐν) μέσω βοῶν και προσαρμοσμένο στην κλίση τών ουδετέρων σε -ον. Ο τ. μεσάβοιον σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς τα σύνθ. σε -βοιος (πρβλ. ἐννεάβοιον). Πρόβλημα γεννά η μορφή του α' συνθετικού μεσα- έναντι τών μεσ(ο)-, που μπορεί να ερμηνευθεί ως αναλογική επίδραση της πρόθεσης μετά (πρβλ. μεσαύλιον: μεταύλιον)].

Greek Monotonic

μέσᾰβον: τό (μέσος, βοῦς), δερμάτινη λωρίδα, με την οποία ο ζυγός (το ζευγάρι βοδιών) δενόταν στο στύλο, σε Ησίοδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: strap, fixing the plough-beam to the middle of the yoke -ος? Hes. Op. 469 in gen. pl. -ων, pl. μεσσαβα (Call.); μεσάβοιον, v.l. -ό- (Poll. 1, 252).
Other forms: See below.
Derivatives: μεσσαβόω put (to the horses) (Lyc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Hypostasis from (ἐν) μέσῳ βοῶν in the middle between the oxen with thematic reshaping as in ἑκατόμ-βη (μεσάβοιον after ἐννεάβοιον a.o.); though with unexplained -α- for -ο-. So μεσα- for μετα- (μετὰ βοῶν)? doubting Schwyzer 438 n. 4; morphologically acceptable. - But cf. also μέσοψ strip, μεσόπα ἱμάντα τὸν περὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον δεδεμένον H.; also μεσσαῖον τό ὑπὸ τοὺς τραχήλους ὑποτιθέμενον H.(?); alo μεσάτιον (μεσάντιον I Reg 17, 7); note also σ(σ). Fur. 107, 148, 149; so the word is Pre-Greek.

Middle Liddell

μέσᾰ-βον, ου, τό, μέσος, βοῦς
a leather strap, by which the yoke was fastened to the pole, Hes.

Frisk Etymology German

μέσαβον: {mésabon}
Forms: (-ος? Hes. Op. 469 im Gen. pl. -ων), pl. μεσσαβα (Kall.); μεσάβοιον, v.l. -ό- (Poll. 1, 252)
Grammar: n.
Meaning: Riemen, der den Pflugbaum an die Mitte des Jochs festband;
Derivative: davon μεσσαβόω anspannen (Lyk.).
Etymology: Hypostase aus (ἐν) μέσῳ βοῶν mitten zwischen den Ochsen befindlich mit thematischer Umbildung wie in ἑκατόμβη (μεσάβοιον nach ἐννεάβοιον u.a.); allerdings mit unerklärtem -α- für -ο-. Somit μεσα- für μετα- (μετὰ βοῶν)? fragend Schwyzer 438 A. 4; morphologisch einwandfrei.
Page 2,212-213