μεσόφρυδο

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source

Greek Monolingual

το
το μεσόφρυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- φρύδι].