μεταμελητί

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητί: ἐν μεταμελείᾳ, Νικηφ. Γρηγορ. τ. Γ΄, 315, ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

μεταμελητί (Μ)
επίρρ. με μεταμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμέλομαι + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αμελητί)].