μεταξοκλωστικός

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για εργαλεία) αυτός που με τη βοήθειά του γίνεται η κλώση νημάτων μεταξιού
2. το θηλ. ως ουσ. η μεταξοκλωστική
η τέχνη της κατασκευής μετάξινων νημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + κλωστικός].