μεταρσίωση

Greek Monolingual

η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταρσιώνω, ανύψωση στον αέρα
2. μτφ. εξύψωση του πνεύματος και της ψυχής, κατάνυξη («η μεταρσίωση του πνεύματος είναι έργο της θρησκείας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρσιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Γ. Πολίτη].