μεταφράστης

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

German (Pape)

[Seite 156] ὁ (nicht μεταφραστής, Lob. parall. 448), der in einen andern Ausdruck überträgt, übersetzt, umschreibt, Sp., vgl. Koen zu Greg. Cor. 58. 872.

Greek (Liddell-Scott)

μεταφράστης: (οὐχὶ μεταφραστής, Λοβ. Παραλ. 448), ου, ὁ· - ὁ ἀπὸ ἑνὸς λεκτικοῦ ὕφους μεταφέρων εἰς ἕτερον, ἐξηγητής, ἑρμηνευτής. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427-430.

Greek Monolingual

μεταφράστης, ὁ (ΑΜ)
βλ. μεταφραστής.